υδατοπότης — ὁ, Α ο υδροπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. οινο πότης] … Dictionary of Greek
ὑδατοπότας — ὑδατοπότᾱς , ὑδατοπότης water drinker masc acc pl ὑδατοπότᾱς , ὑδατοπότης water drinker masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδατοποσία — η / ὑδατοποσία, ΝΜΑ [ὑδατοπότης] πόση νερού, υδροποσία … Dictionary of Greek
υδατοποτώ — έω, Α [ὑδατοπότης] πίνω νερό … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek